τεκμαρτός

τεκμαρτός
ή, -ό / τεκμαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι]
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του
νεοελλ.
φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» — το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων
β) «τεκμαρτό ενοίκιο» — το θεωρητικό ενοίκιο για ιδιοκατοίκηση που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεκμαρτός — ή, ό αυτός που μπορεί κανείς να τον συμπεράνει: Τα εισοδήματά του είναι τεκμαρτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεκμαρτόν — τεκμαρτός possible to be determined masc acc sg τεκμαρτός possible to be determined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτέκμαρτος — εὐτέκμαρτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα συμπεραίνει ή υποθέτει κάποιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «καλῶς τυπούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεκμαρτός (< τεκμαίρομαι «προσδιορίζω, συμπεραίνω»)] …   Dictionary of Greek

  • τεκμαρτικός — ή, όν, Α [τεκμαρτός] ικανός στη συναγωγή συμπερασμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”